-
1 максимум
-
2 максимум
максимум1. м τό μάξιμουμ, τό ἀνώτατο ὀριο, τό περισσότερο:\максимум энергии μάξιμουμ ἐνέργειας·2. нареч τό περισσότερο:\максимум того́, что я могу́ сделать τό περισσότερο, πού μπορώ νά κάνω. -
3 максимум
[μάκσιμουμ] ουσ. α. μάξιμουμ -
4 максимум
[μάκσιμουμ] ουσ α μάξιμουμ -
5 максимально
επίρ.στον ανώτατο βαθμό ή όριο, στο μάξιμουμ. -
6 максимальность
-и θ.ο ανώτατος βαθμός ή όριο, το μάξιμουμ. -
7 максимум
-а α.το μάξιμουμ, το ανώτατο όριο•максимум знаний то ανώτατο όριο γνώσεων.
См. также в других словарях:
μάξιμουμ — το το μέγιστο, το ανώτατο όριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. maximum «μέγιστο», υπερθ. τού επιθ. magnus] … Dictionary of Greek
μάξιμουμ — το άκλ. (λ. λατ.), το ανώτατο, αυτό που αγγίζει το μέγιστο όριο (αντίθ. μίνιμουμ, το) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλαφόν — το, Ν άκλ. το μέγιστο ανώτατο όριο, το σημείο το οποίο δεν μπορεί να ξεπεραστεί, αλλ. μάξιμουμ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. plafond «οροφή» < plat «επίπεδο» + fond «βάθος»] … Dictionary of Greek