Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το μάξιμουμ

См. также в других словарях:

  • μάξιμουμ — το το μέγιστο, το ανώτατο όριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. maximum «μέγιστο», υπερθ. τού επιθ. magnus] …   Dictionary of Greek

  • μάξιμουμ — το άκλ. (λ. λατ.), το ανώτατο, αυτό που αγγίζει το μέγιστο όριο (αντίθ. μίνιμουμ, το) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλαφόν — το, Ν άκλ. το μέγιστο ανώτατο όριο, το σημείο το οποίο δεν μπορεί να ξεπεραστεί, αλλ. μάξιμουμ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. plafond «οροφή» < plat «επίπεδο» + fond «βάθος»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»